νοησιοκρατία

νοησιοκρατία
η
η νοησιαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόηση + -κρατία (< κρατώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νοησιοκρατικός — ή, ό [νοησιοκρατία] νοησιαρχικός …   Dictionary of Greek

  • Βίκο, Τζαμπατίστα (Τζοβάνι Μπατίστα) — (Giambattista ή Giovanni Battista Vico, Νάπολη 1668 – 1744). Ιταλός φιλόσοφος, νομικός και ιστορικός, από τους πρωτοπόρους της σύγχρονης ιστορικής σκέψης. Ο Β. αντιπροσωπεύει την αντίδραση του ιταλικού ουμανιστικού πνεύματος στη νοησιοκρατία του… …   Dictionary of Greek

  • νοησιαρχία — νοησιαρχία, η και νοησιοκρατία, η θεωρία που δέχεται τη νόηση ως την ανώτερη ψυχική λειτουργία, φιλοσοφική άποψη πως η πραγματικότητα γίνεται αντιληπτή μόνο με τη νόηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”